- διαλεκτικεύομαι
- διαλεκτικεύομαι (Α) [διαλεκτική]1. είμαι έμπειρος στη διαλεκτική2. μιλώ σύμφωνα με τους νόμους τής λογικής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαλεκτικευομένους — διαλεκτικεύομαι chop logic pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικευομένῳ — διαλεκτικεύομαι chop logic pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικεύεσθαι — διαλεκτικεύομαι chop logic pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)